εκατογκεφαλος

εκατογκεφαλος
    ἑκατογκέφαλος
    ἑκατογ-κέφᾰλος
    2
    стоглавый
    

(ὕδρα Eur.; ἔχιδνα Arph.)

    ἑκατογκέφαλα ὄφεων ἰαχήματα Eur. — шипение стоглавых (или сотен) змей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκατογκεφαλος" в других словарях:

  • ἑκατογκέφαλος — masc/fem nom sg ἑκατογκεφάλας hundred headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατογκέφαλον — ἑκατογκέφαλος masc/fem acc sg ἑκατογκέφαλος neut nom/voc/acc sg ἑκατογκεφάλας hundred headed masc/fem acc sg ἑκατογκεφάλας hundred headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατογκεφάλοις — ἑκατογκέφαλος masc/fem/neut dat pl ἑκατογκεφάλας hundred headed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατογκεφάλου — ἑκατογκέφαλος masc/fem/neut gen sg ἑκατογκεφάλας hundred headed masc gen sg (doric) ἑκατογκεφάλας hundred headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατογκέφαλοι — ἑκατογκέφαλος masc/fem nom/voc pl ἑκατογκεφάλας hundred headed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»